- πυκνοκατοίκητος
- -η, -οπυκνοκατοικημένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πυκνοκατοίκητος — η, ο, Ν πυκνοκατοικημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνοκατοικούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις] … Dictionary of Greek
πυκνοκατοικούμαι — έομαι, Ν 1. (για περιοχή) έχω πολύ πληθυσμό αναλογικά με την έκταση μου 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) πυκνοκατοικημένος, η, ο αυτός που έχει πυκνό πληθυσμό, πυκνοκατοίκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνά + κατοικούμαι] … Dictionary of Greek